ιαχή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιαχή | οι | ιαχές |
| γενική | της | ιαχής | των | ιαχών |
| αιτιατική | την | ιαχή | τις | ιαχές |
| κλητική | ιαχή | ιαχές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιαχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰαχή[1] < ἰάχω < πρωτοελληνική *wiwákʰō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * (s)weh₂gʰ-.
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.aˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐α‐χή
Αναφορές
- ιαχή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.