υψώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υψώνω < (ελληνιστική κοινή) ὑψόω / ὑψῶ < αρχαία ελληνική ὕψος

Ρήμα

υψώνω (παθητική φωνή: υψώνομαι)

  1. μετακινώ κάτι προς τα πάνω
  2. (μαθηματικά) εξάγω μία δύναμη ενός αριθμού
    αν υψώσουμε το 2 στην τρίτη δύναμη, βγάζουμε 8

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.