συναθροίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναθροίζω < αρχαία ελληνική συναθροίζω
Συγγενικά
- ασυνάθροιστος
- η συνάθροιση
- συναθροισμένος
- → δείτε τις λέξεις συν, αθροίζω και αθρόος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναθροίζω | συνάθροιζα | θα συναθροίζω | να συναθροίζω | συναθροίζοντας | |
| β' ενικ. | συναθροίζεις | συνάθροιζες | θα συναθροίζεις | να συναθροίζεις | συνάθροιζε | |
| γ' ενικ. | συναθροίζει | συνάθροιζε | θα συναθροίζει | να συναθροίζει | ||
| α' πληθ. | συναθροίζουμε | συναθροίζαμε | θα συναθροίζουμε | να συναθροίζουμε | ||
| β' πληθ. | συναθροίζετε | συναθροίζατε | θα συναθροίζετε | να συναθροίζετε | συναθροίζετε | |
| γ' πληθ. | συναθροίζουν(ε) | συνάθροιζαν συναθροίζαν(ε) |
θα συναθροίζουν(ε) | να συναθροίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνάθροισα | θα συναθροίσω | να συναθροίσω | συναθροίσει | ||
| β' ενικ. | συνάθροισες | θα συναθροίσεις | να συναθροίσεις | συνάθροισε | ||
| γ' ενικ. | συνάθροισε | θα συναθροίσει | να συναθροίσει | |||
| α' πληθ. | συναθροίσαμε | θα συναθροίσουμε | να συναθροίσουμε | |||
| β' πληθ. | συναθροίσατε | θα συναθροίσετε | να συναθροίσετε | συναθροίστε | ||
| γ' πληθ. | συνάθροισαν συναθροίσαν(ε) |
θα συναθροίσουν(ε) | να συναθροίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συναθροίσει | είχα συναθροίσει | θα έχω συναθροίσει | να έχω συναθροίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συναθροίσει | είχες συναθροίσει | θα έχεις συναθροίσει | να έχεις συναθροίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συναθροίσει | είχε συναθροίσει | θα έχει συναθροίσει | να έχει συναθροίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναθροίσει | είχαμε συναθροίσει | θα έχουμε συναθροίσει | να έχουμε συναθροίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συναθροίσει | είχατε συναθροίσει | θα έχετε συναθροίσει | να έχετε συναθροίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναθροίσει | είχαν συναθροίσει | θα έχουν συναθροίσει | να έχουν συναθροίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.