συγκεντρώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /siŋ.ɟenˈdɾo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συγκεντρώνομαι
παλιότερος συλλαβισμός: συγκεντρώνομαι

Ρηματικός τύπος

συγκεντρώνομαι, π.αόρ.: συγκεντρώθηκα, μτχ.π.π.: συγκεντρωμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.