ακροβολιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ακροβολιστής | οι | ακροβολιστές |
| γενική | του | ακροβολιστή | των | ακροβολιστών |
| αιτιατική | τον | ακροβολιστή | τους | ακροβολιστές |
| κλητική | ακροβολιστή | ακροβολιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακροβολιστής < αρχαία ελληνική ἀκροβολιστής < ἀκροβόλος < ἄκρος + βάλλω
Ουσιαστικό
ακροβολιστής αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που πολεμά σε αραιή διάταξη, δηλαδή του οποίου η μονάδα έχει διασκορπιστεί σε ολόκληρο το πεδίο μάχης
- ελεύθερος σκοπευτής σε ψηλό σημείο (άκρο) συχνά κρυφός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.