ἄσφαλτος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία 1
- ἄσφαλτος < ἀ- + αρχαία ελληνική σφάλλω, σφαλ- + -τος
Επίθετο
ἄσφαλτος
- που δε σφάλλει, άσφαλτος, αλάνθαστος
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ Η Θυσία του Αβραάμ , ανωνύμου, θρησκευτικό δράμα, στίχ.663 (στίχοι 663-664) @georgakas.lit.auth.gr
- Ἡ ζυγαρὰ ἡ ἄσφαλτος, ὁποὺ τὰ δίκια κρίνει,
πῶς εἶναι μπορετὸν ἐδὰ νὰ σφάλει καὶ νὰ κλίνει;- Wim F. Bakker & Arnold F. van Gemert (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
- Ἡ ζυγαρὰ ἡ ἄσφαλτος, ὁποὺ τὰ δίκια κρίνει,
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ Η Θυσία του Αβραάμ , ανωνύμου, θρησκευτικό δράμα, στίχ.943 (στίχοι 943-944) @georgakas.lit.auth.gr
- Χαρὰ σ’ ἐσένα, Ἀβραάμ, κι εἰς τ’ ἄσφαλτό σου ζάλο
μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη σου, ποὺ δὲν εὑρέθη εἰς ἄλλο.- Wim F. Bakker & Arnold F. van Gemert (επιμ.), Η Θυσία του Αβραάμ, κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
- Χαρὰ σ’ ἐσένα, Ἀβραάμ, κι εἰς τ’ ἄσφαλτό σου ζάλο
- ※ 17ος αιώνας, ⌘ Η Θυσία του Αβραάμ , ανωνύμου, θρησκευτικό δράμα, στίχ.663 (στίχοι 663-664) @georgakas.lit.auth.gr
- (για το θάνατο) βέβαιος, σίγουρος
- ※ 15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ρίμα Παρηγορητική, (κατά τον κώδικα 1549 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας), στίχ. 41 (στίχοι 41-44) @ir.lib.uth.gr
- Λοιπόν αὐτοῦνο τ’ ἄχαρο καὶ τ’ ἄσφαλτο ταξίδι
δὲν πρέπει τόσα δυνατὰ ἄθλητα νὰ μᾶς δίδῃ,
τόσον καημὸν πρικότατον, πόνον καὶ ραθυμία,
διατὶ δὲν ἔχου γλυτωμόν, οὐδὲ γιατρειὰ καμμία.
- Λοιπόν αὐτοῦνο τ’ ἄχαρο καὶ τ’ ἄσφαλτο ταξίδι
- ※ 15ος αιώνας, Μαρίνος Φαλιέρος, Ρίμα Παρηγορητική, (κατά τον κώδικα 1549 της Λαυρεντιανής Βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας), στίχ. 41 (στίχοι 41-44) @ir.lib.uth.gr
Ετυμολογία 2
- ἄσφαλτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄσφαλτος (ουσιαστικό)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σφάλλω
Πηγές
- ασφαλτ- - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ἄσφαλτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.298, Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἄσφαλτος | αἱ | ἄσφαλτοι |
| γενική | τῆς | ἀσφάλτου | τῶν | ἀσφάλτων |
| δοτική | τῇ | ἀσφάλτῳ | ταῖς | ἀσφάλτοις |
| αιτιατική | τὴν | ἄσφαλτον | τὰς | ἀσφάλτους |
| κλητική ὦ! | ἄσφαλτε | ἄσφαλτοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσφάλτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀσφάλτοιν | ||
| Και ως αρσενικό στον Γαληνό, με τις ίδιες καταλήξεις. Επίσης, ως ουδέτερο τὸ ἄσφαλτον. | ||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἄσφαλτος θηλυκό (ή αρσενικό) (και σπάνια ουδέτερο: ἄσφαλτον)
- άσφαλτος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- 6 (Ἐρατώ), 119.2
- καὶ γὰρ ἄσφαλτον καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον ἀρύσσονται ἐξ αὐτοῦ τρόπῳ τοιῷδε·
- δηλαδή αντλούν απ᾽ αυτό άσφαλτο και αλάτι και λάδι με τον εξής τρόπο·
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ γὰρ ἄσφαλτον καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον ἀρύσσονται ἐξ αὐτοῦ τρόπῳ τοιῷδε·
- 1 (Κλειώ), 179.4
- οὗτος ὦν ὁ Ἲς ποταμὸς ἅμα τῷ ὕδατι θρόμβους ἀσφάλτου ἀναδιδοῖ πολλούς, ἔνθεν ἡ ἄσφαλτος ἐς τὸ ἐν Βαβυλῶνι τεῖχος ἐκομίσθη.
- Αυτός λοιπόν ο Ις, μαζί με το νερό, βγάζει στις πηγές του σβόλους από άσφαλτο· αποδώ μετέφεραν την άσφαλτο για το τείχος της Βαβυλώνας.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- οὗτος ὦν ὁ Ἲς ποταμὸς ἅμα τῷ ὕδατι θρόμβους ἀσφάλτου ἀναδιδοῖ πολλούς, ἔνθεν ἡ ἄσφαλτος ἐς τὸ ἐν Βαβυλῶνι τεῖχος ἐκομίσθη.
- 6 (Ἐρατώ), 119.2
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, στη Βικιθήκη
- είδος πετρελαίου
- πίσσα
Συγγενικά
|
θέμα σφαλτ- για την πίσσα
|
και όπως στο σφάλλω
|
Πηγές
- ἄσφαλτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄσφαλτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.