ἀσφάλτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἀσφάλτιον | τὰ | ἀσφάλτιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ἀσφαλτίου | τῶν | ἀσφαλτίων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀσφαλτίῳ | τοῖς | ἀσφαλτίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ἀσφάλτιον | τὰ | ἀσφάλτιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ἀσφάλτιον | ἀσφάλτιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσφαλτίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀσφαλτίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀσφάλτιον < αρχαία ελληνική θέμα ἀσφαλτ- + -ιον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ἀσφάλτιον ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, φυτό) είδος τρίφυλλου φυτού στον ⌘ Διοσκουρίδη (@scaife.perseus), πιθανόν η Ψωραλέα το ασφάλτιον (Psoralea bituminosa [1] ή Bituminaria bituminosa)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἄσφαλτος
Αναφορές
- «ψωραλέα» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Πηγές
- ἀσφάλτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.