ἄσφαλτον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἄσφαλτον | τὰ | ἄσφαλτᾰ |
| γενική | τοῦ | ἀσφάλτου | τῶν | ἀσφάλτων |
| δοτική | τῷ | ἀσφάλτῳ | τοῖς | ἀσφάλτοις |
| αιτιατική | τὸ | ἄσφαλτον | τὰ | ἄσφαλτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἄσφαλτον | ἄσφαλτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀσφάλτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀσφάλτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄσφαλτον < ἄσφαλτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.