πισσάσφαλτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πισσάσφαλτος οι πισσάσφαλτοι
      γενική της πισσασφάλτου των πισσασφάλτων
    αιτιατική την πισσάσφαλτο τις πισσασφάλτους
     κλητική πισσάσφαλτε
(πισσάσφαλτο)
πισσάσφαλτοι
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πισσάσφαλτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πισσάσφαλτος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈsa.sfal.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πισσάσφαλτος

Ουσιαστικό

πισσάσφαλτος θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.