ἀπειροκαλία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπειροκαλί αἱ ἀπειροκαλίαι
      γενική τῆς ἀπειροκαλίᾱς τῶν ἀπειροκαλιῶν
      δοτική τῇ ἀπειροκαλί ταῖς ἀπειροκαλίαις
    αιτιατική τὴν ἀπειροκαλίᾱν τὰς ἀπειροκαλίᾱς
     κλητική ! ἀπειροκαλί ἀπειροκαλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπειροκαλί
γεν-δοτ τοῖν  ἀπειροκαλίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀπειροκαλία < ἀπειρόκαλος

Ουσιαστικό

ἀπειροκαλία θηλυκό

  1. απειροκαλία
  2. (στον πληθυντικό) χυδαιότητες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.