ἀπειροκαλία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἀπειροκαλίᾱ | αἱ | ἀπειροκαλίαι |
| γενική | τῆς | ἀπειροκαλίᾱς | τῶν | ἀπειροκαλιῶν |
| δοτική | τῇ | ἀπειροκαλίᾳ | ταῖς | ἀπειροκαλίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἀπειροκαλίᾱν | τὰς | ἀπειροκαλίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀπειροκαλίᾱ | ἀπειροκαλίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπειροκαλίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπειροκαλίαιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀπειροκαλία < ἀπειρόκαλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.