ἄρτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄρτος | οἱ | ἄρτοι |
| γενική | τοῦ | ἄρτου | τῶν | ἄρτων |
| δοτική | τῷ | ἄρτῳ | τοῖς | ἄρτοις |
| αιτιατική | τὸν | ἄρτον | τοὺς | ἄρτους |
| κλητική ὦ! | ἄρτε | ἄρτοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄρτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἄρτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συνώνυμα
Σύνθετα
- ἀρτο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀρτο- στο Βικιλεξικό όπως ἀρτοποιός, ἀρτόπονος
Πηγές
- ἄρτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.