ἀρθμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρθμός οἱ ἀρθμοί
      γενική τοῦ ἀρθμοῦ τῶν ἀρθμῶν
      δοτική τῷ ἀρθμ τοῖς ἀρθμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀρθμόν τοὺς ἀρθμούς
     κλητική ! ἀρθμέ ἀρθμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρθμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀρθμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀρθμός < ἀραρίσκω

Ουσιαστικό

ἀρθμός αρσενικό (ιωνικός τύπος: ἀρτύς)

  1. δεσμός
  2. σύνδεσμος
  3. συνασπισμός
  4. φιλία
  5. συμμαχία

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.