ἀρθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀρθμός | οἱ | ἀρθμοί |
| γενική | τοῦ | ἀρθμοῦ | τῶν | ἀρθμῶν |
| δοτική | τῷ | ἀρθμῷ | τοῖς | ἀρθμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἀρθμόν | τοὺς | ἀρθμούς |
| κλητική ὦ! | ἀρθμέ | ἀρθμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρθμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀρθμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἀρθμός < ἀραρίσκω
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.