ἀποβολεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀποβολεύς < ἀποβάλλω
Ουσιαστικό
ἀποβολεύς αρσενικό-έως
- ...ἀποβολεὺς δὲ ὅπλων, οὐχ ὁμοίως γὰρ ὅ τε ἀφαιρεθεὶς μετ᾽ εἰκυίας βίας γίγνοιτ᾽ ἂν ῥίψασπις ὅ τε ἀφείς ἑκών, διαφέρει δὲ ὅλον που καὶ τὸ πᾶν. (εκείνος που χάνει τα όπλα του επειδή του ασκήθηκε ικανή βία δεν κρίνεται ως ρίψασπις, ως ο άνδρας που με τη θέλησή του τα άφησε να πέσουν, μάλλον υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τους)
Συγγενικά
- ἀποβάλλω
- ἀποβλητέος
- ἀποβλητικός
- ἀπόβλητος
- ἀποβολή (η αποβολή, η απώλεια)
- ἀποβολιμαῖος (αυτός που ρίχνει κάτι, με γενική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.