ὅλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὅλος < ρίζα ολ- κοινή με το οὔλω (υγιαίνω), ίσως κοινή και με τη ρίζα του λατινικού salve (υγίαινε)

Επίθετο

ὅλος ( ιωνικός τύπος οὖλος-η-ον)

  • ολόκληρος
ἄρτος οὖλος (ολόκληρο καρβέλι, φραντζόλα)


Σημειώσεις

Συγγενικά

  • ὅλως επίρρημα
  • οὔλω ρήμα, είμαι ακέραιος, υγιής, ολόκληρος
  • οὖλε (χαίρε, υγίαινε)
  • οὐλομελής
  • ὅλοξ

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • ὅλος ἑσπέρας ὀφθαλμός: η πανσέληνος
  • ὅλους ποιητὰς ἐκμανθάνειν : μαθαίνω την ποίηση απ' έξω, τη μαθαίνω ολότελα, την απομνημονεύω
  • δι᾽ ὅλης τῆς νυκτός: όλη τη νύχτα
  • ὑγιὴς καὶ ὅλος: σώος και αρτιμελής, αβλαβής
  • ὅλῳ καὶ παντί - ὅλον καὶ τὸ πᾶν - τῷ παντὶ καὶ ὅλον : εντελώς, όλως δι' όλου
  • εἰς τὸ ὅλον - κατὰ ὅλον - κατὰ ὅλου: καθ' ολοκληρία, στο σύνολο
  • οὐδ' ὅλ᾽ ἐξ ὅλων εὗρον : έφαγα τον κόσμο να τον βρω, αλλά δεν τον βρήκα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.