ἀποβλητέος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποβλητέος < ἀποβάλλω

Επίθετο

ἀποβλητέος-έα-ον

  1. ο αποβλητέος, εκείνος που πρέπει να αποβληθεί
  2. εκείνος που καλο είναι να βρίσκεται "μακριά από εμάς"
    τὰ περὶ ταῦτα ὀνόματα πάντα τὰ δεινά τε καὶ φοβερὰ ἀποβλητέα, Κωκυτούς τε καὶ Στύγας καὶ.. (Πλάτων, Πολιτεία, 3, 387)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.