ἀποβολιμαῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ἀποβολιμαῖος < ἀποβάλλω, αναλύεται σε ἀπο- + -βολιμαῖος

Επίθετο

ἀποβολιμαῖος-ος-ον

  • που πετάει εύκολα κάτι, είναι έτοιμος να το ξεφορτωθεί
  • εἰ γάρ ποτ᾽ ἐξέλθοι στρατιώτης, εὐθέως ἀποβολιμαῖος τῶν ὅπλων ἐγίγνετο (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.