ἔοικα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἔοικα: παρακείμενος με σημασία ενεστώτα του αμάρτυρου ρήματος *εἴκω (όχι του εἴκω που σήμαινε ενδίδω) με θέματα εἰκ-m οἰκ- και ικ-

Ρήμα

ἔοικα

  1. μοιάζω, είμαι όμοιος με, φαίνομαι, φαίνομαι πιθανός, μάλλον είμαι
    ἔοικε σημαίνοντι... (θα έλεγα ότι σημαίνει, μοιάζει να σημαίνει...)
    ἔοικεν τοῦτο ἀτόπῳ (σαν να μη στέκει αυτό)
    (Χρειάζεται στοιχεία παραθέματος)
    ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ
    μοιάζω να σου τραγωδώ λες και είσαι θεός, μοιάζει, είναι σαν να τραγουδώ σε θεό
  2. (απρόσωπο στο γ΄ πρόσωπο) φαίνεται, έτσι μοιάζει
    ὡς ἔοικε (όπως φαίνεται)

  • ιωνικός τύπος: οἶκα

Παράγωγα

Μετοχή στις μορφές:

  • ἐοικώς, ἐοικυῖα, ἐοικός
  • εἰκώς, εἰκυῖα, εἰκός
  • οἰκώς, οἰκυῖα, οἰκός (ιωνικός τύπος)

Ουσιαστικοποιημένα

  • ουδέτερο: ἐοικός / εἰκός / οἰκός
  • ουδέτερο, πληθυντικός: ἐοικότα / εἰκότα / οἰκότα
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Σύνθετα

  • προσέοικα

Κλίση

  • λείπει η κλίση
    απαντούν οι τύποι (συνήθως στο γ ' πρόσωπο):
  • παρατ.εἶκα, μέλλοντας εἴξω, αόρ. εἶξα παρακ. ἔοικα υπερσ. ἐᾠκειν-ᾔκειν με σημασία παρατατικού απαρ. ἐοικέναι-εἰκέναι'

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.