ἑκών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἑκών | ἡ | ἑκοῦσᾰ | τὸ | ἑκόν |
| γενική | τοῦ | ἑκόντος | τῆς | ἑκούσης | τοῦ | ἑκόντος |
| δοτική | τῷ | ἑκόντῐ | τῇ | ἑκούσῃ | τῷ | ἑκόντῐ |
| αιτιατική | τὸν | ἑκόντᾰ | τὴν | ἑκούσᾰν | τὸ | ἑκόν |
| κλητική ὦ! | ἑκών | ἑκοῦσᾰ | ἑκόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἑκόντες | αἱ | ἑκοῦσαι | τὰ | ἑκόντᾰ |
| γενική | τῶν | ἑκόντων | τῶν | ἑκουσῶν | τῶν | ἑκόντων |
| δοτική | τοῖς | ἑκοῦσῐ(ν) | ταῖς | ἑκούσαις | τοῖς | ἑκοῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | ἑκόντᾰς | τὰς | ἑκούσᾱς | τὰ | ἑκόντᾰ |
| κλητική ὦ! | ἑκόντες | ἑκοῦσαι | ἑκόντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑκόντε | τὼ | ἑκούσᾱ | τὼ | ἑκόντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑκόντοιν | τοῖν | ἑκούσαιν | τοῖν | ἑκόντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ἑκών' όπως «ἑκών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἑκών, τύπος μετοχής αμάρτυρου ρήματος *ϝεκ-μι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weḱ- (θέλω, εύχομαι) απ' όπου και η σανσκριτική वश्ति (vaśti, εύχομαι). Η δασεία στη ρίζα του δεν υπάρχει σε ομόρριζά του λόγω της επίδρασης του ἕ (προσωπικής αντωνυμίας)[1]
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ἀεκούσιος
- ἄκων
- ἑκούσιος
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἑκών - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἑκών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑκών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.