ομιχλώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομιχλώδης | η | ομιχλώδης | το | ομιχλώδες |
| γενική | του | ομιχλώδους | της | ομιχλώδους | του | ομιχλώδους |
| αιτιατική | τον | ομιχλώδη | την | ομιχλώδη | το | ομιχλώδες |
| κλητική | ομιχλώδη(ς) | ομιχλώδης | ομιχλώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομιχλώδεις | οι | ομιχλώδεις | τα | ομιχλώδη |
| γενική | των | ομιχλωδών | των | ομιχλωδών | των | ομιχλωδών |
| αιτιατική | τους | ομιχλώδεις | τις | ομιχλώδεις | τα | ομιχλώδη |
| κλητική | ομιχλώδεις | ομιχλώδεις | ομιχλώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομιχλώδης < αρχαία ελληνική ὀμιχλώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.