ἀγρεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγρεύω < ἄγρα + -εύω < από το ἄγω καθώς και ο ἀγρός

Ρήμα

ἀγρεύω ( & επικός τύπος ἀγρέω & ἀγρώσσω )

  1. κυνηγώ ζώα
  2. (μεταφορικά) ψάχνω, αποζητώ, επιδιώκω, διψώ για..., αρπάζω, παγιδεύω
    • ἀγρεύων αἷμα τραγοκτόνον : κυνηγώντας το αίμα του σφαγμένου τράγου
    • τί μοι ξίφος ἐκ χερὸς ἠγρεύσω; ἀπόδος, ὦ φίλος, ἀπόδος, ἵν᾽ ἀνταίαν ἐρείσω : γιατί μου άρπαξες το ξίφος απ' το χέρι; Δώσ' το μου πίσω, φίλε μου, δώσ' το για να τρυπήσω την καρδιά μου (Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 845)
    • τὰν οὔθ᾽ ὕπνος αἱρεῖ ποθ᾽ ὁ πάντ᾽ ἀγρεύων, οὔτε θεῶν ἄκματοι μῆνες, ἀγήρῳ δὲ χρόνῳ δυνάστας : δεν μπορεί να τη νικήσει ούτε ο ύπνος που όλους μας δελεάζει, ούτε οι ακούραστοι μήνες των θεών {Σοφοκλής, Αντιγόνη, 605)
Αρχικοί Χρόνοι Ενεργητική Φωνή Μέση-Παθητική Φωνή
Ενεστώτας ἀγρεύω ἀγρεύομαι (παθ.)
Μέλλοντας ἀγρεύσω ἀγρεύσομαι (μέσ.)
Αόριστος ἤγρευσα ἠγρευσάμην (μέσος) ἠγρεύθην (παθητ.)
Παρακείμενος ο τύπος ἠγρευκότες

Σύνθετα

  • ἀπαγρεύω
  • συναγρεύω

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.