αποζητώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποζητώ < μεσαιωνική ελληνική αποζητώ < απο- + ζητώ

Ρήμα

αποζητώ

  1. ζητώ κάτι με μεγάλη ένταση, λαχταρώ
  2. αναζητώ
  3. επιθυμώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.