ἄγρευμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἄγρευμα < ἀγρεύω
Ουσιαστικό
ἄγρευμα-ατος ουδέτερο
- αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, το θήραμα, αλλά και αυτό που συλλέγεται (π.χ. τα λουλούδια)
- τα μέσα σύλληψης του θηράματος (π.χ. τα κυνηγόσκυλα, το δίχτυ), αλλά και τα μέσα παγίδευσης ανθρώπων (σαν το δίχτυ που έρριξαν στον Αγαμέμνονα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.