ἀγρώσσω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

ἀγρώσσω, μεσοπαθητική φωνή: ἀγρώσσομαι (μόνον στον ενεστώτα)

  • επικός τύπος του ἀγρεύω ( όπως επικός τύπος τύπος του ιδίου είναι και το ἀγρέω), ίσως όμως σήμαινε πιο στενά "πιάνω θήραμα" και κυνηγώ σε σχέση με τους άλλους τύπους που είχαν και ευρύτερες ερμηνείες
    ἀγρώσσων ἰχθῦς

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.