ἄγρευσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄγρευσῐς αἱ ἀγρεύσεις
      γενική τῆς ἀγρεύσεως τῶν ἀγρεύσεων
      δοτική τῇ ἀγρεύσει ταῖς ἀγρεύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἄγρευσῐν τὰς ἀγρεύσεις
     κλητική ! ἄγρευσῐ ἀγρεύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγρεύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀγρευσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄγρευσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀγρεύ(ω) + -σις. Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α

Ουσιαστικό

ἄγρευσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.