ἀγρεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγρεύς οἱ ἀγρεῖς - ἀγρῆς*
      γενική τοῦ ἀγρέως τῶν ἀγρέων
      δοτική τῷ ἀγρεῖ τοῖς ἀγρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀγρέ τοὺς ἀγρέᾱς
     κλητική ! ἀγρεῦ ἀγρεῖς - ἀγρῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγρ1 ή ἀγρεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ἀγρέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγρεύς < ἄγρ(α) + -εύς  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ἀγρεύς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο κυνηγός
  2.  δείτε τη λέξη Ἀγρεύς για το επίθετο θεών
  3. και ως επίθετο για εκείνο που συνδράμει στην εξόντωση του θηράματος (π.χ. για τόξο)
  4. (ελληνιστική σημασία , πτηνό) είδος πουλιού

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ἄγρα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.