ώσμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ώσμωση οι ωσμώσεις
      γενική της ώσμωσης* των ωσμώσεων
    αιτιατική την ώσμωση τις ωσμώσεις
     κλητική ώσμωση ωσμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωσμώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ώσμωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὤσμω(σις) + -ση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osmosis < γαλλική osmose[1] < αρχαία ελληνική ὠσμός < ὠθέω / ὠθῶ

Ουσιαστικό

ώσμωση θηλυκό

  1. το φαινόμενο της διάχυσης περισσοτέρων μορίων διαλύτη (συνήθως νερού), μέσω ημιπερατής μεμβράνης, από το διάλυμα της μικρότερης συγκέντρωσης (υποτονικό διάλυμα) στο διάλυμα της μεγαλύτερης συγκέντρωσης (υπέρτονο διάλυμα)
  2. (μεταφορικά) αλληλεπίδραση
    η ώσμωση των ιδεών

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.