ημιπερατός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ημιπερατός | η | ημιπερατή | το | ημιπερατό |
| γενική | του | ημιπερατού | της | ημιπερατής | του | ημιπερατού |
| αιτιατική | τον | ημιπερατό | την | ημιπερατή | το | ημιπερατό |
| κλητική | ημιπερατέ | ημιπερατή | ημιπερατό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ημιπερατοί | οι | ημιπερατές | τα | ημιπερατά |
| γενική | των | ημιπερατών | των | ημιπερατών | των | ημιπερατών |
| αιτιατική | τους | ημιπερατούς | τις | ημιπερατές | τα | ημιπερατά |
| κλητική | ημιπερατοί | ημιπερατές | ημιπερατά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ημιπερατός < ημι- + περατός < αρχαία ελληνική περατός < περάω / περῶ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semipermeable)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.mi.pe.ɾaˈtos/
Μεταφράσεις
ημιπερατός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.