διαπίδυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαπίδυση | οι | διαπιδύσεις |
| γενική | της | διαπίδυσης* | των | διαπιδύσεων |
| αιτιατική | τη | διαπίδυση | τις | διαπιδύσεις |
| κλητική | διαπίδυση | διαπιδύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαπιδύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαπίδυση < αρχαία ελληνική διαπίδυσις < διαπιδύω < διά + πιδύω < πῖδαξ
Ουσιαστικό
διαπίδυση θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.