ώθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ώθηση | οι | ωθήσεις |
| γενική | της | ώθησης* | των | ωθήσεων |
| αιτιατική | την | ώθηση | τις | ωθήσεις |
| κλητική | ώθηση | ωθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ωθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ώθηση < (ελληνιστική κοινή) ὤθησις < αρχαία ελληνική ὠθέω / ὠθῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.θi.si/
Ουσιαστικό
ώθηση θηλυκό
Αντώνυμα
-
Ώθηση στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.