ώθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ώθηση οι ωθήσεις
      γενική της ώθησης* των ωθήσεων
    αιτιατική την ώθηση τις ωθήσεις
     κλητική ώθηση ωθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ώθηση < (ελληνιστική κοινή) ὤθησις < αρχαία ελληνική ὠθέω / ὠθῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.θi.si/

Ουσιαστικό

ώθηση θηλυκό

  1. το σπρώξιμο, η πράξη του ωθώ
  2. (μεταφ.) η παρακίνηση, το κίνητρο
  3. (φυσική) το διανυσματικό μέγεθος που ισούται με το γινόμενο της δύναμης επί τον χρόνο που αυτή ασκείται· έχει τις ίδιες μονάδες μέτρησης με την ορμή

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.