impulse

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
impulse impulses

Ουσιαστικό

impulse (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παρόρμηση, η έμπνευση, μια ξαφνική έντονη επιθυμία ή ανάγκη να κάνω κάτι
    an irresistible impulse - μια ακατανίκητη παρόρμηση
    Acting on impulse, I jumped aside and like so escaped death.
    Σαν από έμπνευση πήδησα στο πλάι κι έτσι γλύτωσα το θάνατο.
  2. (φυσική) η ώθηση

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.