ωστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωστικός | η | ωστική | το | ωστικό |
| γενική | του | ωστικού | της | ωστικής | του | ωστικού |
| αιτιατική | τον | ωστικό | την | ωστική | το | ωστικό |
| κλητική | ωστικέ | ωστική | ωστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωστικοί | οι | ωστικές | τα | ωστικά |
| γενική | των | ωστικών | των | ωστικών | των | ωστικών |
| αιτιατική | τους | ωστικούς | τις | ωστικές | τα | ωστικά |
| κλητική | ωστικοί | ωστικές | ωστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωστικός < αρχαία ελληνική ὠστικός < ὠθῶ
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
ωστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.