ωστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωστικός η ωστική το ωστικό
      γενική του ωστικού της ωστικής του ωστικού
    αιτιατική τον ωστικό την ωστική το ωστικό
     κλητική ωστικέ ωστική ωστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωστικοί οι ωστικές τα ωστικά
      γενική των ωστικών των ωστικών των ωστικών
    αιτιατική τους ωστικούς τις ωστικές τα ωστικά
     κλητική ωστικοί ωστικές ωστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ωστικός < αρχαία ελληνική ὠστικός < ὠθῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /o.stiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /o.stiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /o.stiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

ωστικός, -ή, -ό

ωστική δύναμη

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.