ώση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ώση < αρχαία ελληνική ὦσις < ὠθέω-ὠθῶ
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ώση οι ώσεις
      γενική της ώσης* των ώσεων
    αιτιατική την ώση τις ώσεις
     κλητική ώση ώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ώσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ώση θηλυκό

  1. η ενέργεια της ώθησης
    Οι ίδιοι κίνδυνοι ανακύπτουν όταν ελικοφόρα χρησιμοποιούν ανάστροφη ώση, αφού λόγω αυτής δημιουργείται ένας δυνατός άνεμος με κατεύθυνση προς τα πίσω (‘prop wash’ - ελικόρευμα), ο οποίος έχει παρόμοιες επιπτώσεις με το ‘jet blast’. (*)
  2. (φυσική) ώση (αλλά και ώθηση) είναι η μεταβολή της ορμής με άσκηση κάποιας δύναμης και συμβόλίζεται με κεφαλαίο Ωμέγα (Ω)
  3. (ιατρική) το κύμα της έξαρσης μιας νόσου
    • η επανεμφάνιση συμπτωμάτων κατά ώσεις (η διακύμανση της νόσου με περιόδους ύφεσης και έξαρσης)
  4. σε διάφορες επιστήμες η ώση είναι η νευρική διέγερση και το ερέθισμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.