υβρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υβρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑβρίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈvɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐βρί‐ζω
Ρήμα
υβρίζω, αόρ.: ύβρισα, παθ.φωνή: υβρίζομαι, π.αόρ.: υβρίσθηκα, μτχ.π.π.: υβρισμένος
- (λόγιο) βρίζω
Συγγενικά
- αλληλοϋβριζόμενοι
- αλληλοϋβρίζονται
- εξυβρίζω, εξυβρίζομαι
- καθυβρίζω, καθυβρίζομαι
- περιυβρίζω, περιυβρίζομαι
→ και δείτε τη λέξη ύβρις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υβρίζω | ύβριζα | θα υβρίζω | να υβρίζω | υβρίζοντας | |
| β' ενικ. | υβρίζεις | ύβριζες | θα υβρίζεις | να υβρίζεις | ύβριζε | |
| γ' ενικ. | υβρίζει | ύβριζε | θα υβρίζει | να υβρίζει | ||
| α' πληθ. | υβρίζουμε | υβρίζαμε | θα υβρίζουμε | να υβρίζουμε | ||
| β' πληθ. | υβρίζετε | υβρίζατε | θα υβρίζετε | να υβρίζετε | υβρίζετε | |
| γ' πληθ. | υβρίζουν(ε) | ύβριζαν υβρίζαν(ε) |
θα υβρίζουν(ε) | να υβρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ύβρισα | θα υβρίσω | να υβρίσω | υβρίσει | ||
| β' ενικ. | ύβρισες | θα υβρίσεις | να υβρίσεις | ύβρισε | ||
| γ' ενικ. | ύβρισε | θα υβρίσει | να υβρίσει | |||
| α' πληθ. | υβρίσαμε | θα υβρίσουμε | να υβρίσουμε | |||
| β' πληθ. | υβρίσατε | θα υβρίσετε | να υβρίσετε | υβρίστε | ||
| γ' πληθ. | ύβρισαν υβρίσαν(ε) |
θα υβρίσουν(ε) | να υβρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υβρίσει | είχα υβρίσει | θα έχω υβρίσει | να έχω υβρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υβρίσει | είχες υβρίσει | θα έχεις υβρίσει | να έχεις υβρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υβρίσει | είχε υβρίσει | θα έχει υβρίσει | να έχει υβρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υβρίσει | είχαμε υβρίσει | θα έχουμε υβρίσει | να έχουμε υβρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υβρίσει | είχατε υβρίσει | θα έχετε υβρίσει | να έχετε υβρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υβρίσει | είχαν υβρίσει | θα έχουν υβρίσει | να έχουν υβρίσει |
| |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
υβρίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.