ύβρη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ύβρη οι ύβρεις
      γενική της ύβρης* των ύβρεων
    αιτιατική την ύβρη τις ύβρεις
     κλητική ύβρη ύβρεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ύβρεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ύβρη < ύβρις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.vɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύβρη

Ουσιαστικό

ύβρη θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.