ύβρη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ύβρη | οι | ύβρεις |
| γενική | της | ύβρης* | των | ύβρεων |
| αιτιατική | την | ύβρη | τις | ύβρεις |
| κλητική | ύβρη | ύβρεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ύβρεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.vɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐βρη
Αναφορές
- ύβρη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.