όροφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όροφος οι όροφοι
      γενική του ορόφου
& όροφου
των ορόφων
    αιτιατική τον όροφο τους ορόφους
     κλητική όροφε όροφοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όροφος < αρχαία ελληνική ὄροφος < ἐρέφω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ɾo.fos/

Ουσιαστικό

όροφος αρσενικό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.