story

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
story stories

Ουσιαστικό

story (en)

  1. η ιστορία, η αφήγηση αληθινών ή επινοημένων γεγονότων
    a true/funny story - αληθινή/αστεία ιστορία
    ghost/hunting/fishing stories - ιστορίες για φαντάσματα/κυνήγι/ψάρεμα
    detective/crime stories - αστυνομικές ιστορίες
    horror stories - ιστορίες τρόμου
    adventure stories - περιπετειώδες ιστορίες
  2. η υπόθεση, το θέμα, η πλοκή, η σειρά των γεγονότων σε ένα έργο
    The film is a love story.
    Το φιλμ είναι μια υπόθεση αγάπης.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη plot
  3. (αμερικανική γραφή) ο όροφος, το πάτωμα
    a small two-story house - ένα μικρό δίπατο σπίτι
     δείτε τη λέξη storey (βρετανική γραφή)

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.