οροφιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | οροφιαίος | η | οροφιαία | το | οροφιαίο |
| γενική | του | οροφιαίου | της | οροφιαίας | του | οροφιαίου |
| αιτιατική | τον | οροφιαίο | την | οροφιαία | το | οροφιαίο |
| κλητική | οροφιαίε | οροφιαία | οροφιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | οροφιαίοι | οι | οροφιαίες | τα | οροφιαία |
| γενική | των | οροφιαίων | των | οροφιαίων | των | οροφιαίων |
| αιτιατική | τους | οροφιαίους | τις | οροφιαίες | τα | οροφιαία |
| κλητική | οροφιαίοι | οροφιαίες | οροφιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- οροφιαίος < ελληνιστική (ὸροφιαῖος) < ὀροφή
Επίθετο
οροφιαίος, -α, -ο
- αυτός που αφορά την οροφή ενός οικοδομήματος
- (μεταφορικά) αυτός που αφορά το ανώτερο μέρος ενός αντικειμένου ή μιας ιδέας
- ο οροφιαίος πυρήνας της παρεγκεφαλίδας
- οροφιαία τιμή
Μεταφράσεις
οροφιαίος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.