ημιώροφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημιώροφος οι ημιώροφοι
      γενική του ημιώροφου
& ημιωρόφου
των ημιώροφων
& ημιωρόφων
    αιτιατική τον ημιώροφο τους ημιώροφους
& ημιωρόφους
     κλητική ημιώροφε ημιώροφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημιώροφος < ημι- + -ώροφος (όροφος με συνθετική έκταση σε ωμέγα), μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Halbgeschoß [1]

Ουσιαστικό

ημιώροφος αρσενικό

  • το τμήμα ενός πολυώροφου κτιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.