όραμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | όραμα | τα | οράματα |
| γενική | του | οράματος | των | οραμάτων |
| αιτιατική | το | όραμα | τα | οράματα |
| κλητική | όραμα | οράματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όραμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅραμα
- για το ιδανικός, τον στόχο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vision [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐ρα‐μα
Ουσιαστικό
όραμα ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- όραμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.