πανόραμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πανόραμα τα πανοράματα
      γενική του πανοράματος των πανοραμάτων
    αιτιατική το πανόραμα τα πανοράματα
     κλητική πανόραμα πανοράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πανόραμα της Αθήνας από το βράχο του Αρείου Πάγου

Ετυμολογία

πανόραμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική panorama < παν- + ὅραμα

Ουσιαστικό

πανόραμα ουδέτερο

  1. η ευρεία θέα ενός τοπίου η πόλης από κάποιο ψηλό μέρος
  2. (μεταφορικά) η παρουσίαση μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου ή γεωγραφικής έκτασης με οπτικοακουστικό υλικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.