οραματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οραματίζομαι < (ελληνιστική κοινή) ὁραματίζομαι < αρχαία ελληνική όραμα
Ρήμα
οραματίζομαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.