οραματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οραματισμός οι οραματισμοί
      γενική του οραματισμού των οραματισμών
    αιτιατική τον οραματισμό τους οραματισμούς
     κλητική οραματισμέ οραματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οραματισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁραματισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ɾa.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οραματισμός

Ουσιαστικό

οραματισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.