όμιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όμιλος | οι | όμιλοι |
| γενική | του | ομίλου & όμιλου |
των | ομίλων |
| αιτιατική | τον | όμιλο | τους | ομίλους & όμιλους |
| κλητική | όμιλε | όμιλοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όμιλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅμιλος < ὁμός + -ιλος[1] (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική groupe[2] Δείτε και ὁμιλία)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.mi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐μι‐λος
Ουσιαστικό
όμιλος αρσενικό
Συγγενικά
- ενδοομιλικός
- ομιλικός
- → και δείτε τη λέξη ομιλία
Μεταφράσεις
Αναφορές
- όμιλος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- όμιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.