σωματείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σωματείο τα σωματεία
      γενική του σωματείου των σωματείων
    αιτιατική το σωματείο τα σωματεία
     κλητική σωματείο σωματεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σωματείο < (ελληνιστική κοινή) σωματεῖον

Ουσιαστικό

σωματείο ουδέτερο

  1. το νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
  2. (ειδικότερα) (συνδικαλισμός) ο σύλλογος εργαζομένων σε μια επιχείρηση ή έναν τομέα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.