σωματείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σωματείο | τα | σωματεία |
| γενική | του | σωματείου | των | σωματείων |
| αιτιατική | το | σωματείο | τα | σωματεία |
| κλητική | σωματείο | σωματεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωματείο < (ελληνιστική κοινή) σωματεῖον
Ουσιαστικό
σωματείο ουδέτερο
- το νομικό πρόσωπο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
- (ειδικότερα) (συνδικαλισμός) ο σύλλογος εργαζομένων σε μια επιχείρηση ή έναν τομέα
Μεταφράσεις
σωματείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.