ενδοομιλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοομιλικός η ενδοομιλική το ενδοομιλικό
      γενική του ενδοομιλικού της ενδοομιλικής του ενδοομιλικού
    αιτιατική τον ενδοομιλικό την ενδοομιλική το ενδοομιλικό
     κλητική ενδοομιλικέ ενδοομιλική ενδοομιλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοομιλικοί οι ενδοομιλικές τα ενδοομιλικά
      γενική των ενδοομιλικών των ενδοομιλικών των ενδοομιλικών
    αιτιατική τους ενδοομιλικούς τις ενδοομιλικές τα ενδοομιλικά
     κλητική ενδοομιλικοί ενδοομιλικές ενδοομιλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδοομιλικός < ενδο- + ομιλικός

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ðo.o.mi.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδοομιλικός

Επίθετο

ενδοομιλικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.