όμηρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | όμηρος | οι | όμηροι |
| γενική | του/της του |
ομήρου όμηρου |
των | ομήρων |
| αιτιατική | τον/την | όμηρο | τους/τις τους |
ομήρους όμηρους |
| κλητική | όμηρε | όμηροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όμηρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅμηρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.mi.ɾos/
Ουσιαστικό
όμηρος αρσενικό ή θηλυκό
- αιχμάλωτος που λαμβάνεται ως εγγύηση ότι θα τηρηθούν οι όροι μιας συμφωνίας
- αιχμάλωτος του οποίου απειλείται ακόμα και η ζωή, αν δεν ικανοποιηθούν οι επιθυμίες ή τα αιτήματα αυτού που τον αιχμαλώτισε.
- οι αεροπειρατές απελευθέρωσαν τους ομήρους μετά από συμφωνία με τις αρχές
- (γενικότερα) που δεν μπορεί να κινηθεί ελεύθερα για να επιλύσει ένα πρόβλημα ή να αντιμετωπίσει μία κατάσταση
- ο πρωθυπουργός είναι όμηρος της εσωκομματικής αντιπολίτευσης
Μεταφράσεις
όμηρος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.