ομηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομηρία οι ομηρίες
      γενική της ομηρίας των ομηριών
    αιτιατική την ομηρία τις ομηρίες
     κλητική ομηρία ομηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ομηρία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ομηρία θηλυκό

  1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας όμηρος
  2. (μεταφορικά) αδιέξοδη κατάσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.