ομηρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ομηρία | οι | ομηρίες |
| γενική | της | ομηρίας | των | ομηριών |
| αιτιατική | την | ομηρία | τις | ομηρίες |
| κλητική | ομηρία | ομηρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ομηρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ομηρία θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας όμηρος
- (μεταφορικά) αδιέξοδη κατάσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.