ωφελιμισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ωφελιμισμός | οι | ωφελιμισμοί |
| γενική | του | ωφελιμισμού | των | ωφελιμισμών |
| αιτιατική | τον | ωφελιμισμό | τους | ωφελιμισμούς |
| κλητική | ωφελιμισμέ | ωφελιμισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωφελιμισμός < ωφελιμ(ιστής) + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική utilitarianism[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.fe.li.miˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐φε‐λι‐μι‐σμός
Ουσιαστικό
ωφελιμισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία που ταυτίζει το όφελος με το ηθικά καλό
- η στάση του ωφελιμιστή, η νοοτροπία πως ό,τι ωφελεί το άτομο ή την πλειονότητα των ανθρώπων είναι και ηθικό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ωφελιμισμός
Αναφορές
- ωφελιμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.