ωφελιμοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωφελιμοκρατία | οι | ωφελιμοκρατίες |
| γενική | της | ωφελιμοκρατίας | των | ωφελιμοκρατιών |
| αιτιατική | την | ωφελιμοκρατία | τις | ωφελιμοκρατίες |
| κλητική | ωφελιμοκρατία | ωφελιμοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ωφελιμοκρατία
|
→ δείτε τη λέξη ωφελιμισμός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.