ωδείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ωδείο τα ωδεία
      γενική του ωδείου των ωδείων
    αιτιατική το ωδείο τα ωδεία
     κλητική ωδείο ωδεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωδείο < (καθαρεύουσα) ὠδεῖον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ᾠδεῖον < ᾠδ(ή) + -εῖον (ωδή + -είο)

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωδείο

Ουσιαστικό

ωδείο ουδέτερο

  1. (μουσική) σχολή όπου διδάσκεται η μουσική
    σπούδασε στο ωδείο Αθηνών
     συνώνυμα: κονσερβατόριο (παρωχημένο)
  2. (στην αρχαιότητα) το κτίριο όπου γινόταν η προετοιμασία μουσικών ή θεατρικών παραστάσεων πριν την επίσημη παρουσίασή τους στο θέατρο
    Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.